μετακόμιση — η 1. μεταφορά από ένα μέρος σε άλλο: Το ύφασμα του καναπέ σκίστηκε κατά τη μετακόμισή του στο νέο διαμέρισμα. 2. αλλαγή κατοικίας ή τόπου κατοικίας: Η μετακόμιση θα γίνει στην αρχή του καλοκαιριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετακόμιση — η (ΑM μετακόμισις) [μετακομίζω] μεταφορά πραγμάτων νεοελλ. αλλαγή κατοικίας, μετοίκηση … Dictionary of Greek
μετακομίσηι — μετακόμισις transporting fem dat sg (epic) μετακομίσῃ , μετακομίζω transport aor subj mid 2nd sg μετακομίσῃ , μετακομίζω transport aor subj act 3rd sg μετακομίσῃ , μετακομίζω transport fut ind mid 2nd sg μετακομίσῃ , μετακομίζω transport aor subj … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακομιστικός — ή, ό (Α μετακομιστικός, ή, όν [μετακομίζω] αυτός που κάνει μετακόμιση, μεταφορά φορτίου νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μετακομιστικά η δαπάνη που απαιτείται για τη μετακόμιση … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
αποσκευή — η (ΑΜ ἀποσκευή) συνήθ. στον πληθ. βαλίτσες, δέματα κ.λπ. που περιέχουν τα αναγκαία για ταξίδι αρχ. 1. μετακόμιση, μεταφορά 2. οικιακά σκεύη 3. ακαθαρσία, αποπάτημα … Dictionary of Greek
διακομιδή — η (Α διακομιδή) [διακομίζω] μεταφορά, διακόμιση, μετακόμιση νεοελλ. φρ. «διακομιδή τραυματιών» η μεταφορά τραυματιών από την πρώτη γραμμή στα μετόπισθεν … Dictionary of Greek
διοίκισις — διοίκισις, η (Α) [διοικίζω] μετοίκηση, μετακόμιση … Dictionary of Greek
θεωρίς — θεωρίς, ίδος, ἡ (Α) [θεωρός] 1. το πλοίο που ανήκε στην ιερά πομπή και χρησιμοποιούνταν για την αποστολή τών θεωρών ή για μετακόμιση και παραλαβή προσώπων και χρημάτων που ανήκαν στην υπηρεσία τής πόλεως 2. το πορθμείο τού Χάρωνος 3. στον πληθ.… … Dictionary of Greek
κουβάλημα — το (Μ κουβάλισμα) 1. μεταφορά αντικειμένων ή προσώπων από ένα μέρος σε άλλο, μετακόμιση 2. συνεκδ. μετοίκηση, μετοικεσία, αλλαγή τόπου διαμονής 3. απρόσκλητη και αιφνίδια άφιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαλώ. Ο τ. κουβάλισμα < κουβαλώ με επίδραση… … Dictionary of Greek